προαπεπέμψατο

προαπεπέμψατο
προαπεπέμψατο , προαποπέμπω
send away
aor ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προαποπέμπω — Α [ἀποπέμπω] αποστέλλω κάποιον ή κάτι προηγουμένως («τὰς τε γυναῑκας ἐν ταῑς ἀρμαμάξαις προαπεπέμψατο τῆς νυκτός», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”